- καιροτηρησία
- καιροτηρησία, ἡ (Α)ο καιροσκοπισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -τηρησία (< -τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο-τηρησία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καιροτηρησίας — καιροτηρησίᾱς , καιροτηρησία fem acc pl καιροτηρησίᾱς , καιροτηρησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek